συγυρίζομαι

συγυρίζομαι
συγυρίζομαι, συγυρίστηκα, συγυρισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπεύω — (Α ἀνθρωπεύομαι) νεοελλ. 1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου 2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι 3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής… …   Dictionary of Greek

  • επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… …   Dictionary of Greek

  • συγυρίζω — Ν 1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω 2. μτφ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, τιμωρώ («τόν συγύρισε για καλά») 3. μέσ. συγυρίζομαι α) ντύνομαι β) φροντίζω την εμφάνιση μου, ευτρεπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γυρίζω. Κατά μία άποψη, το ρ. γυρίζω εννοείται… …   Dictionary of Greek

  • συμμορφώνω — συμμορφῶ, όω, ΝΑ [σύμμορφος] νεοελλ. 1. καθιστώ κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο («πρέπει να συμμορφώσεις τις ενεργειές σου με τις ιδέες σου») 2. μτφ. κάνω κάποιον υπάκουο, φρόνιμο, πειθαρχικό («μόνο με το ξύλο δεν πρόκειται να συμμορφώσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”